εὐπορῇ

εὐπορῇ
εὐπορέω
prosper
pres subj mp 2nd sg
εὐπορέω
prosper
pres ind mp 2nd sg
εὐπορέω
prosper
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

  • πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Άλκανδρος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Κατά πάσα πιθανότητα, μυθολογικό πρόσωπο. Σπαρτιάτης από την εύπορη τάξη, αντίθετος προς τη νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία καταργούσε ορισμένα από τα προνόμια της τάξης αυτής. Σε μια εξέγερση των… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”